ράψιμο — το, ατος πληθ. ατα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ράβω: Κερδίζει το ψωμί της με το ράψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος … Dictionary of Greek
στρίφωμα — το, Ν [στριφώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στριφώνω, ράψιμο αναδιπλωμένης άκρης υφάσματος για να μην ξεφτίζει 2. αναδιπλωμένη άκρη τού υφάσματος ή κορδέλα που χρησιμοποιείται για το ράψιμο αυτό … Dictionary of Greek
τρύπωμα — το, ατος 1. κρύψιμο, απόκρυψη, καταχώνιασμα: Γλίτωσε η αλεπού με τρύπωμα στη φωλιά της. 2. πρόχειρο και αραιό ράψιμο, βελόνιασμα: Δεν είναι κανονικό ράψιμο, είναι τρύπωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
βελονάκι — το μικρή βελόνα με αγκιστρωτό άκρο, για ράψιμο, πλέξιμο ή κέντημα … Dictionary of Greek
βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… … Dictionary of Greek
βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στην τρύπα της βελόνας 2. ράψιμο με βελόνα 3. τρύπημα με βελόνα … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek